- τρικύλιστος
- τρῐ-κύλιστος [pron. full] [ῠ], ον, = foreg.: metaph.,A easily influenced, Epicur.Fr.125.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρικύλιστος — easily influenced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρικύλιστος — ον, Α 1. τρικυλίνδητος* 2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)] … Dictionary of Greek